- ὑδρευόμενος
- ὑδρεύωdraw fetchpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδρολήπτης — ο, Ν αυτός που παίρνει νερό από πηγή ή υδραγωγείο, ο υδρευόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ηχο λήπτης. Η λ., στον λόγιο τ. ὑδρολῆπται, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek